- μεταγλωττίσας
- μεταγλωττίσᾱς , μετά-γλωττίζομαιaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)μεταγλωττίσᾱς , μετά-γλωττίζωkiss lasciviouslyaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.